ΠΑΝΔΩΡΑ

Η μετεμφυλιακή Ελλάδα των διχασμένων πολιτών και συνειδήσεων τοποθετείται στο κέντρο βάρους της ταινίας του Σταμπουλόπουλου, με αφορμή μια σύγχρονη Πανδώρα που έρχεται να αναζωπυρώσει το διχασμό. Ο στοχασμός του σκηνοθέτη βαρύνεται από τις μνήμες ενός λαού που ανασυγκροτείται κάνοντας χρήση (αλλά και κατάχρηση) της αμερικάνικης βοήθειας και της κουτοπονηριάς του προς χάριν του προσωπικού οφέλους έναντι του συλλογικού. Η επιλογή να οργανωθεί η αφήγηση σε δυο παράλληλους χρόνους, στο σήμερα και στο τότε ως φλας μπακ στις μνήμες του ήρωα, δεν είναι σοφή· δεν εξυπηρετεί σε τίποτα την ιστορία, αντίθετα υπονομεύει τη ζωντάνια της κεντρικής στην ταινία παρελθοντικής αφήγησης, με επιτηδευμένα τεχνάσματα μεταπήδησης από τον ένα χρόνο στον άλλο. Είναι ωστόσο, αρκετά ώριμη και χαμηλόφωνη η στάση του σκηνοθέτη απέναντι στη βαρύνουσας σημασίας δεκαετία του ’50. Αποφεύγει τις νοσταλγικές κορώνες και φιλτράρει τις πολιτικές συνθήκες μέσα από κοινωνικές συμπεριφορές και δομές που δοκιμάστηκαν εκείνα τα χρόνια ‒ με πρώτη και κύρια την οικογένεια. Στο πρόσωπο της Πανδώρας καιροφυλακτεί η μοιραία γυναίκα που όσο ικανή είναι να πλασάρει ένα νέο μοντέλο ζωής σε μια κλειστή κοινωνία τόσο ανίσχυρη αποδεικνύεται ώστε να διαφυλάξει το ψεύτικο προσωπείο της. Εκτός από την ερμηνεία της Θεοδώρας Τζήμου, την παράσταση κλέβει επίσης ο Γιώργος Διαλεγμένος, στο ρόλο του σοφού παρατηρητή, ο οποίος εντοπίζει κάθε φορά επικείμενες κρίσεις με ερμηνευτικό σύμμαχο το γλωσσικό ιδίωμά του.

ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ (Βένια Βέργου), 20-9-2007

Ύστερα από απουσία 15 χρόνων, ο Σταμπουλόπουλος επιστρέφει με μια ταινία σχόλιο, ως υποστηρίζει ο ίδιος, πάνω στη διείσδυση της αμερικάνικης κουλτούρας. Στόχος που όμως μπερδεύεται και κινδυνεύει να εξαφανιστεί εξαιτίας άλλων στοιχείων, τόσο κινηματογραφικών (η έλλειψη εσωτερικού ρυθμού) όσο και σεναριακών, ιδιαίτερα εκείνα του έρωτα, του πάθους και της καταστροφής που επιφέρει η μοιραία Πανδώρα (που οι κινήσεις και η όλη συμπεριφορά της θυμίζουν τη «Μαλένα»), ενώ το πολιτικό στοιχείο παραμένει στο φόντο, μοιάζοντας, ορισμένες φορές, με εμβόλιμο. Ο Σταμπουλόπουλος είναι σίγουρα επιδέξιος σκηνοθέτης που ξέρει να στήνει κινηματογραφικά ωραίες σκηνές ‒σ’ αυτό σημαντικό ρόλο παίζει και η πολύ καλή φωτογραφία του Κωστή Γκίκα‒ και είναι πιστεύω καιρός να στραφεί σε θέματα πιο ζωντανά και επίκαιρα.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (Νίνος Φένεκ Μικελίδης), 20-9-2007

Ενώ η πλοκή παραμένει κλασική στο ξετύλιγμά της, με τα φλασμπάκ να αποτελούν μια ασφαλή μετακίνηση στο χρόνο της μνήμης, η ίδια η ενέργεια της ταινίας βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Αργή και αναμενόμενη, βαδίζει τυπικά μέχρι το φιλόδοξο φινάλε και εκεί βουλιάζει, καθώς αναμιγνύει την αστυνομική πλοκή με το ερωτικό σασπένς, με πολύ πενιχρά αποτελέσματα.

LIFO (Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος), 20-9-2007

Ενδιαφέρουσα η ιδέα αλλά αδύναμη η εκτέλεσή της, με το σενάριο να παραπαίει ανάμεσα στις αφέλειές του ώστε να μη συνιστά τίποτα περισσότερο από ένα απλοϊκό ερωτικο-κοινωνικό δράμα. Αμήχανες και οι ερμηνείες των δευτεραγωνιστών, ωστόσο, ο Γιάννης Στάνκογλου και η βραβευμένη στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το Βραβείο Ερμηνείας α γυναικείου ρόλου, Θεοδώρα Τζήμου, έχουν χημεία στους ρόλους του εξόριστου αδελφού και της ραδιούργας Πανδώρας, αντίστοιχα.

ΕΘΝΟΣ (Α. Δ.), 20-9-2007