ΚΑΒΑΛΑ (1972)
Το 1972 μετά από μελέτες εφημερίδων της εποχής (1924), πρακτικών της Βουλής και ιστορικών ντοκουμέντων, γράφω ένα σενάριο που αναφέρεται στα αιματηρά επεισόδια που έγιναν στην Καβάλα το Νοέμβριο 1924, με τίτλο «ΚΑΒΑΛΑ». Η υπόθεση του σεναρίου είναι πέρα για πέρα αληθινή, όπως και τα επεισόδια που έμειναν γνωστά σαν «οι Σκηνές της Καβάλας». Κάθε τι που αναφέρεται στο σενάριο είναι ελεγμένο και τεκμηριωμένο πάνω στα ντοκουμέντα της εποχής. Οι διάλογοι της Εθνοσυνέλευσης είναι ατόφιοι, χωρίς την παραμικρή διόρθωση, και αντιγραμμένοι απ’ τα επίσημα πρακτικά.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΕΝΑΡΙΟΥ
«Με βασικό κορμό τις συνεδριάσεις της Εθνοσυνέλευσης (Βουλή) σχετικά με τα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως “Οι Σκηνές της Καβάλας”, παρακολουθούμε την πορεία αυτών των γεγονότων σε παράλληλη δράση με τους βασικούς πρωταγωνιστές ‒πολιτικούς, στρατιωτικούς, εργάτες και παρακρατικούς‒ με τη μορφή ντοκιμαντέρ σε συνδυασμό με ταινία μυθοπλασίας (docudrama).
Αφορμή των ‘Σκηνών’, η ενέργεια ενός καπνέμπορου που προσπάθησε να εξάγει καπνά ακατέργαστα, που σημαίνει σημαντικά κέρδη για τον ίδιο ‒αφού κερδίζει τα εργατικά‒ αλλά απώλεια εκατοντάδων θέσεων εργασίας, σε μια πόλη που ζει αποκλειστικά απ’ τα καπνεργοστάσια.
Η σύγκρουση, αλλά και τα όσα προηγήθηκαν, είναι το βασικό θέμα του σεναρίου. Σ’ αυτό, εκτός από τη στάση των αρχών απέναντι στους καπνεργάτες που τους αποκαλούν Κομμουνιστές ή Μπολσεβίκους, καταγράφεται κι η σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε μέλη της κυβέρνησης και το παρακράτος.
Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης είναι δυο νεκροί, τριάντα τραυματίες και δεκάδες συλλήψεις. Και όλα αυτά σε μια περίοδο όπου μόλις πριν λίγους μήνες (25 Μαρτίου 1924) εγκαθιδρύθηκε ως πολίτευμα η Αβασίλευτη Δημοκρατία στην Ελλάδα, από τον Αλ. Παπαναστασίου, γεγονός που σημαίνει πως οι στρατιωτικοί, σε συνδυασμό με το παρακράτος, συνεχίζουν να ελέγχουν τον κρατικό μηχανισμό».
Παρ’ όλο που είχα κάνει reperage στην περιοχή που συνέβησαν τα γεγονότα, ούτε που διανοήθηκα να υποβάλλω το σενάριο στη χουντική Επιτροπή Λογοκρισίας για να πάρω “άδεια λήψεως σκηνών”, όπως ήταν τότε υποχρεωτικό για το γύρισμα μιας ταινίας.
Το υπέβαλα αμέσως μετά την πτώση της χούντας, αλλά μου ήρθε μήνυμα, από μια γνωστή προσωπικότητα στο χώρο του κινηματογράφου, να μην επιμείνω γιατί δεν είναι ώρα ακόμη για τέτοιες ταινίες (ίσως γιατί στο σενάριο αναφέρονται αληθινά πρόσωπα, πολιτικά και στρατιωτικά), τα πράγματα είναι ρευστά και επικίνδυνα, συμπλήρωσε. Ύστερα απ’ αυτό, και χωρίς οικονομική υποστήριξη από το τότε Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (για μια ταινία με υψηλό κοστολόγιο), το σχέδιο ματαιώνεται και η ταινία «ΚΑΒΑΛΑ» δεν γυρίστηκε ποτέ. Υπάρχει μόνο το σενάριο με τη σφραγίδα του Υπουργείου και μια μονογραφή ανά σελίδα.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ (1973 ‒ 1975)
Είναι η εποχή, μέσα στη χούντα, που στις μπουάτ της Πλάκας τραγουδιούνται τραγούδια απαγορευμένα (με κάποιον να φυλάει τσίλιες μήπως και εμφανιστεί η αστυνομία), γίνονται συζητήσεις και αναλύσεις κειμένων του 19ου αιώνα, κυρίως των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, και γενικά υπάρχει η τάση επιστροφής στην παράδοση. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο γράφτηκε το σενάριο «Τα Τραγούδια της Σκλαβωμένης Πατρίδας».
Σχετικά μ’ αυτό το σενάριο, το πιο κατατοπιστικό κείμενο είναι ο παρακάτω Πρόλογος με τίτλο ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ (Μάης 1975).
«Λαοί που έχουν ιστορία και παράδοση σαν τον δικό μας, όταν βρεθούν σε κρίσιμη ώρα, γυρvάνε προς τα πίσω κι αρπάζονται απ’ τις ρίζες μην τύχει και παρασυρθούν από το ρεύμα και χαθούν τελείως.
Μια τέτοιαν ώρα, που η ελεύθερη έκφραση ήτανε αδιανόητη, η Τέχνη πέρναγε από αυστηρή λογοκρισία κι οι ιδέες αφορίζονταν, στράφηκα για άλλη μια φορά στο γέρο-Μακρυγιάννη. Θαρρώ δεν είμαι ο μόνος!
Σιγά σιγά, μια η περιέργεια για διασταύρωση κάποιας πληροφορίας, ο Σάθας κι ο ιερομόναχος Ευθύμιος του «Γαλαξιδιού», οι «Ταξιδιώτες» του Σιμόπουλου, κάποια υποσημείωση, ο Σολωμός κι οι Συλλογές απ’ τα δημοτικά τραγούδια· κι από κοντά ο Ζωγράφος κι ο Θεόφιλος, κεντήματα, εικόνες, θρύλοι και ιστορίες ‒όλα αυτά που λέμε με μια λέξη «παράδοση» – είχανε τέτοια επίδραση επάνω μου που νόμιζα ότι τα ‘χα ζήσει ο ίδιος σε μια παλιότερη εποχή (…) Από την άλλη, n «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» βάδιζε για έκτο χρόνο σε σίγουρο αφανισμό· κι ήθελα κάπως να μιλήσω για όλα αυτά, να βρω τρόπο κάτι να κάνω, γιατί ένιωθα μέρα τη μέρα πως χάνομαι! (…) Τότε ήτανε που διάβασα τη φοβερή Διαθήκη του Χαριτόπουλου και βρήκα ξαφνικά πως θα έλεγα το δικό μου το τραγούδι.
Εδώ άρχισε και το πρόβλημα του πώς θα γράψω το Σενάριο ‒γιατί για Σενάριο πρόκειται. Ό,τι κι αν έκανα, όσο ψυχρά κι αν ήθελα να περιγράψω, ήταν αδύνατο να μεταδώσω σ’ έναν τρίτο ‒φίλο αναγνώστη ή συνεργάτη‒ πώς νιώθω μιαν ατμόσφαιρα, πώς βλέπω μιαν εικόνα, τι ακούω, τι σκέφτομαι, ποιοι οι ρυθμοί, οι παύσεις, η μουσική. Κι ακόμα πώς μπορεί μια «έγχρωμη» εικόνα σε ζελατίνα να ‘χει την αμεσότητα και την αφαίρεση που έχει το δημοτικό τραγούδι, ώστε να φτάσει ως το θεατή και να τον συγκινήσει βαθειά, όπου κι αν βρίσκεται;
Ποτέ δε σκέφτηκα ως τα τώρα να κάνω τον ποιητή ‒ούτε και στα μαθητικά μου χρόνια‒ αλλά ετούτο το Σενάριο έπρεπε να γραφτεί σε δεκαπεντασύλλαβο· κι αυτό έκανα. Τίποτ’ άλλο».
Σχετικά τώρα με τις προσπάθειες πραγμάτωσης αυτού του σεναρίου, σε ό,τι αφορά στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου η απόφαση είναι “μια απ’ τα ίδια”. Ο τότε Πρόεδρος Γιώργος Τζαβέλλας, αν και προσωπικά του άρεσε η ιδέα, μ’ ενημερώνει στις 15/03/1976 πως «…το Δ. Σ. δεν ενέκρινεν την παραγωγήν ταύτης (της ταινίας) λόγω ανειλημμένων ήδη υποχρεώσεων…». Την ίδια περίοδο διαβάζει το σενάριο ο Μίκης Θεοδωράκης που μου προτείνει να τον ακολουθήσω στο Παρίσι για να γράψει επιτόπου τη μουσική. Όμως καθώς το Κέντρο έχει απορρίψει ουσιαστικά την πρόταση δεν έχει νόημα και η μουσική, έστω κι αν πρόκειται για Θεοδωράκη. Παρ’ όλα αυτά επιμένω. Μετά από αλληλογραφία με το αντίστοιχο Κέντρο της Γιουγκοσλαβίας πηγαίνω στο Βελιγράδι όπου μου δίνεται η διαβεβαίωση πως θα τους ενδιέφερε η συμπαραγωγή με αυτό το Διαβαλκανικό θέμα, με τη προϋπόθεση πως θα υπάρχει η συμμετοχή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και με ικανοποιητικό ποσοστό, γεγονός που είχε ήδη αποκλειστεί. Δυο χρόνια μετά επανέρχομαι στην πρότασή μου, αλλά το Κέντρο, με νέο Πρόεδρο τώρα, με ενημερώνει πως «…το Δ. Σ. λυπάται ειλικρινά γιατί, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα ν’ αποδεχθεί την πρότασή (μου)».
Τελικά, άλλη μια ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ, και το μόνο που έχει μείνει απ’ αυτή την προσπάθεια, εκτός απ’ το σενάριο, είναι οι θαυμάσιες μακέτες των κοστουμιών, της γυναίκας μου Τζούλιας Ανδρειάδου, που βρίσκονται πλέον, μαζί με το σενάριο, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
ΝΕΜΕΣΙΣ (1979 – 1985)
Το καλοκαίρι του 1974, μετά την πτώση της δικτατορίας, ανάμεσα σε όσα γράφονταν στις εφημερίδες σχετικά με το βίο και την πολιτεία της χούντας, που τη συνέκριναν με τη Γερμανική κατοχή, ανέφεραν και κάποιες περιπτώσεις τιμωρίας ‒ή και όχι‒ δωσιλόγων μετά την απελευθέρωση, το 1945.
Σε μια εφημερίδα (δεν θυμάμαι ποια) διάβασα κι ένα άρθρο που αφορούσε σε μια περίπτωση αυτοδικίας που έγινε στην Κρήτη. Το θέμα κίνησε το ενδιαφέρον μου. Συγκέντρωσα όσα στοιχεία μπορούσα, πήρα συστατικές επιστολές από φίλους κρητικούς για πρόσωπα που είτε είχαν άμεση γνώση των γεγονότων είτε είχαν παίξει κάποιο ρόλο στην κρητική αντίσταση, κι έφυγα για το Ηράκλειο.
Η υπόθεση αφορούσε μια δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο Ηρακλείου των μελών μιας οικογένειας, με την κατηγορία της συνεργασίας με τον εχθρό και της ευθύνης για το θάνατο 35 συγχωριανών τους.
Μετά από εξαντλητική έρευνα τεσσάρων χρόνων, και τη συλλογή ντοκουμέντων σχετικών με την υπόθεση αλλά και τα πρόσωπα που έπαιξαν και συνέχιζαν να παίζουν (το 1945) πρωταγωνιστικό ρόλο, το τελικό σενάριο ολοκληρώνεται. Στον Πρόλογο του σεναρίου έγραφα, τον Νοέμβριο του 1978:
«Αυτό το σενάριο, είναι η ελεύθερη κινηματογραφική ανάπλαση μιας σειράς πραγματικών γεγονότων.
Πέρα απ’ το “πλαίσιο”, που κι αυτό βασίζεται σε ντοκουμέντα από όλο τον Ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της Κατοχής και στα αμέσως μετά απ’ αυτήν χρόνια, όλα τα υπόλοιπα αφορούν σε μια συνταραχτική υπόθεση που έγινε στην Κρήτη την ίδια χρονική περίοδο.
Τα πρόσωπα ‒με παραλλαγμένα ονόματα‒ και οι μεταξύ τους σχέσεις, βγαίνουν ανάγλυφα απ’ τις δικογραφίες του του Εδικού Δικαστηρίου Ηρακλείου του 1945, καθώς κι από μαγνητοφωνημένες αφηγήσεις προσώπων που έζησαν τα γεγονότα από κοντά. Όλα τα αναφερόμενα στο σενάριο κείμενα είναι αυθεντικά και η περιγραφή της “μεγάλης σφαγής” ζωντανεύει με κάθε λεπτομέρεια στα πρακτικά της δίκης που ακολούθησε στα Χανιά, τον Μάϊο του 1946».
Δυο λόγια για τα πραγματικά γεγονότα
27 Μαΐου 1941, καταλαμβάνεται η Κρήτη από τους Γερμανούς. Δυόμιση μήνες μετά κυκλοφορεί στο Ηράκλειο το πρώτο φύλλο μιας φιλοναζιστικής εφημερίδας με τίτλο “ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ”. Εκδότης και Διευθυντής της εφημερίδας ο Π. Β. Σ’ ένα χωριό, 20 χιλιόμετρα μακριά απ’ το Ηράκλειο, ζει η φτωχή αγροτική οικογένεια Σ. της οποίας οι δυο κόρες, η Μαρία και η Χαρίκλεια, “πηγαίνουν” με άντρες των κατακτητών για λόγους επιβίωσης. Όταν ο Π. Β. επισκέπτεται το χωριό τα φτιάχνει με τη Μαρία που την αρραβωνιάζεται. Στη συνέχεια έρχονται κι οι φίλοι του οι Γερμανοί κι ένας αξιωματικός των SS τα φτιάχνει με τη Χαρίκλεια.
Καθώς ο πόλεμος πλησιάζει προς το τέλος του και ο Π. Β. είναι στο στόχαστρο των ανταρτών της περιοχής, βρίσκουν ευκαιρία και τον εκτελούν μέσα στο σπίτι της οικογένειας. Ο πατέρας αρχίζει να απειλεί τους πάντες λέγοντας πως γνωρίζει τις οικογένειες των ανταρτών και θα εκδικηθεί. Έτσι έρχεται κι η σειρά του και εκτελείται μέσα στο σπίτι του. Έξω φρενών η Χαρίκλεια φέρνει απ’ το Ηράκλειο τον εραστή της, με μια διμοιρία SS, οι οποίοι εκτελούν 35 άντρες.
Μετά την Απελευθέρωση, στο Ειδικό Δικαστήριο Ηρακλείου, αρχίζει η δίκη των πέντε μελών της οικογένειας Σ. Την επομένη βγαίνει η απόφαση: Τη Χαρίκλεια Σ. την καταδικάζει “εις την πoινήν του θανάτου”, την Μαρία Σ. “εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών”, την Ελένη Σ. (μητέρα) σε 4,5 χρόνια φυλάκιση, τον Σταύρο Σ. (γιο) σε 3 χρόνια φυλάκιση, και τον Κωνσταντίνο Σ. (γιο) τον κηρύσσει αθώο. Από την προηγούμενη όμως τρεις χιλιάδες λαού έξω απ’ το Δικαστήριο με μαύρες σημαίες και πλακάτ ζητάνε την καταδίκη σε θάνατο όλης της οικογένειας.
Μόλις ανακοινώνονται τ’ αποτελέσματα ο κόσμος αγανακτεί, σπάει τις πόρτες του Δικαστηρίου και σφάζει μέσα σ’ αυτό τους πέντε ενόχους πετώντας στη συνέχεια τα πτώματα απ’ τα παράθυρα στο δρόμο.
Αυτά είναι τα πραγματικά γεγονότα, πάνω στα οποία βασίστηκε και το τελικό σενάριο με τίτλο «Νέμεσις».
Το σενάριο ολοκληρώνεται και υποβάλλεται στο Υπουργείο Προεδρίας για την σχετική “άδεια λήψεως σκηνών”. Τόσο η Πρωτοβάθμια όσο και η Δευτεροβάθμια επιτροπές Ελέγχου (δηλαδή Λογοκρισίας), απορρίπτουν το Σενάριο «Νέμεσις» (βλ. “Λογοκρισία”) με το αιτιολογικό ότι: «…το κείμενο προσκρούει εις την δημοσίαν τάξιν, την θρησκείαν, αντίκειται εις την αρχήν της λήθης προς επίτευξιν της Εθνικής ενότητας, αναμοχλεύει πολιτικά πάθη και εν γένει προσβάλλει το Δημόσιον αίσθημα του Ελληνικού λαού».
Η περιπέτεια της ταινίας «Νέμεσις» κράτησε έξι χρόνια και σ’ αυτό το διάστημα γύρισα δυο ταινίες. Στο Κέντρο Κινηματογράφου ‒με τις παλινδρομήσεις του ως προς τη χρηματοδότηση της ταινίας από φόβο προς την απαγόρευση του κ. Γενικού Γραμματέα‒ άλλαξαν, σ’ αυτά τα έξι χρόνια, τρεις Πρόεδροι και τελικά το σενάριο μπαίνει στο Αρχείο και δεν γυρίζεται ποτέ.
Για τα ντοκουμέντα της απαγόρευσης βλέπε στο κεφάλαιο «Λογοκρισία».
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ (1994 ‒ 2002)
Το Δεκέμβρη του 1994 υποβάλλω στην Ελληνική Τηλεόραση 2, περίληψη μιας τηλεταινίας με τίτλο Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ. Για πολλούς και διάφορους λόγους η τηλεταινία δεν προχώρησε, και τέσσερα χρόνια μετά (1998) έγινε νέα πρόταση για ταινία μεγάλου μήκους. Περνάει ένα μεγάλο διάστημα χωρίς κανένα αποτέλεσμα, μέχρι που φθάνουμε στην ταινία ΠΑΝΔΩΡΑ και τις ταραγμένες σχέσεις μου με την εταιρεία Lumiere Productions S.A. Το 2002, όταν πια είναι φανερό πως η ΠΑΝΔΩΡΑ δεν προχωράει με τη Lumiere και προκειμένου να μην χαθεί η χρηματοδότηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, παρεμβαίνει και μια πρόταση για την ταινία Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ.
Τελικά δεν γίνεται τίποτα, η Lumiere βγαίνει απ’ τη μέση και το σενάριο για την ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ παραμένει στο αρχείο.
Στο “Σημείωμα Σεναριογράφου/Σκηνοθέτη” έγραφα το 2000
«Στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», όπου τα πάντα στρέφονται γύρω απ’ την οικονομία, και όπου το κέρδος έχει γίνει αυτοσκοπός, μια νέα τάξη ανθρώπων δημιουργείται χωρίς τους ταξικούς διαχωρισμούς του παρελθόντος. Το χρήμα είναι η βασική αξία αυτής της νέας τάξης, και κάθε άλλη ‒ακόμα κι ο πολιτισμός‒ αξιολογείται μόνο με οικονομικά κριτήρια. Όπως λέει κι ο Chomsky, για τον εκπρόσωπό της, που παίζει το παιχνίδι σύμφωνα με τους κανόνες, υπάρχουν άφθονες ανταμοιβές: «Περνάς καλά, είσαι προνομιούχος είσαι πλούσιος, είσαι αναγνωρισμένος, έχεις μερίδιο στην εξουσία αν θέλεις».
Αυτή βεβαίως είναι η σοβαρή πλευρά του θέματος, κι υπάρχουν κι άλλοι πολλοί μελετητές ‒πολιτικοί, κοινωνιολόγοι κλπ.‒ που ασχολούνται με το φαινόμενο και προσπαθούν να το ερμηνεύσουν. Όμως υπάρχει ‒όπως σε όλα‒ και η σατιρική προσέγγισή του. Αυτό φιλοδοξεί να κάνει κι η ταινία που θα γυριστεί με βάση το σενάριο «Η Νέα Τάξη». Τα πρόσωπα που εμπλέκονται εδώ, κι αποτελούνε ένα συνονθύλευμα τάξεων και χαρακτήρων, συνθέτουν έναν μικρόκοσμο αρκετά αντιπροσωπευτικό της σημερινής πραγματικότητας, αυτής που ‒στην Ελλάδα τουλάχιστον‒ έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στον τζόγο και το χρηματιστήριο. Κλέφτες ‒από ανάγκη ή όχι, δεν έχει σημασία‒ διανοούμενοι της αυτοπροβολής, star της τηλεόρασης, κοσμικές κυρίες, μεροκαματιάρηδες, ακόμα και βαλκάνιοι πρόσφυγες, όλοι φιλόδοξοι και με υποβαθμισμένη ηθική, έχουν “δυνάμει” τις προδιαγραφές να ενταχθούν στην νέα τάξη, και γι’ αυτό ενώνουν τις δυνάμεις τους στήνοντας ‒στο σενάριο‒ μια επιχείρηση/μαϊμού με κεφάλαια κλεμμένα».
Τελικά και αυτή η ταινία περνάει, κατά κάποιο τρόπο, σ’ εκείνες που δεν έγιναν.