ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στον μαγικό κόσμο του κινηματογράφου μπήκα την άνοιξη του 1956, σαν “το παιδί που χτυπάει την κλακέτα”, χωρίς καμιά προηγούμενη εμπειρία ή εκπαίδευση πέρα από τρεις μήνες στη Σχολή Σταυράκου.
Από τότε πέρασαν εξηνταένα χρόνια ακριβώς –μια ολόκληρη ζωή δηλαδή– κι αν ήθελα να κάνω σήμερα έναν πρόχειρο απολογισμό θα έλεγα πως, σ’ όλη αυτή τη διαδρομή, τ’ αρνητικά είναι μάλλον πιο πολλά απ’ τα θετικά. Θέμα επιλογών θα μου πει κανείς. Σωστά! Όπως θέμα επιλογών ήταν και το να κάνω αυτές τις ταινίες που έκανα (πέντε όλες κι όλες), ή να ‘ρχομαι διαρκώς σε σύγκρουση με διάφορες εκφάνσεις του κατεστημένου, όπως θέμα επιλογών ήταν και το να απέχω από κάθε δημιουργική παρουσία στο χώρο του κινηματογράφου σ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας ‒κάτι που πλήρωσα ακριβά‒ κι άλλα πολλά. Εκείνο όμως που έχει σημασία για ‘μένα είναι πως δεν κορόιδεψα κανέναν, είπα αυτά που ήθελα να πω μ’ έναν δικό μου τρόπο (η «Ανοιχτή επιστολή» θεωρείται από πολλούς σαν η ταινία που άνοιξε το δρόμο στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο) κι έμεινα όρθιος, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες.
Σ’ αυτό λοιπόν το πολυκύμαντο ταξίδι είδα και έζησα πολλά· κάποια ευχάριστα, άλλα δυσάρεστα, αρκετά ευτράπελα και κάποια θλιβερά. Γνώρισα ανθρώπους με σπουδαία προσωπικότητα κι έργο σημαντικό, όπως και άλλους συμπλεγματικούς, γλοιώδεις, μίζερους, μηχανορράφους και κακεντρεχείς, με έργο ασήμαντο ή και πολλές φορές ανύπαρκτο. Το σινεμά, σε τελική ανάλυση, μπορεί να θεωρείται Τέχνη ‒και είναι‒ αλλά ταυτόχρονα, λόγω της φύσης του, εξαρτάται κι από τη συμμετοχή μιας σειράς ανθρώπων που το υπηρετούν ή και το διαχειρίζονται· όπως συμβαίνει άλλωστε και μ’ άλλες Τέχνες!
Πρώτη ταινία που δούλεψα, ήταν μια κωμωδία με τίτλο «Τρεις τρελοί ντέντεκτιβ», με τους Κούλη Στολίγκα, Νίκο Ρίζο, Κώστα Χατζηχρήστο, Φραγκίσκο Μανέλη, Σπεράντζα Βρανά και Μάγια Μελάγια. Σκηνοθέτης ένας έλληνας της διασποράς, ο Ερρίκος Ιατρού. Στο ένα τρίτο περίπου των γυρισμάτων η παραγωγή (η «Όλυμπος Φιλμ» του Πίτερ Μέλλας) αποφασίζει, για δικούς της λόγους, να διώξει τον σκηνοθέτη, ενώ λίγες μέρες μετά ο βοηθός σκηνοθέτη φεύγει για να παρουσιαστεί στον στρατό. Η ολοκλήρωση της ταινίας ανατίθεται τότε στον Νίκο Τσιφόρο, που όμως δεν έχει ιδέα για το τι έχει προηγηθεί σχετικά με το σενάριο, τους ηθοποιούς, τα γυρίσματα κλπ. Και ξαφνικά, όλα τα βλέμματα στρέφονται πάνω μου· ήμουν ο μόνος που ήξερε! Έτσι, με το “καλημέρα”, κι ύστερα από μια σειρά συμπτώσεων, πήρα το βάπτισμα του πυρός κι αναγορεύτηκα σε πρώτο βοηθό!
Από τότε δούλεψα σε δεκάδες ελληνικές και ξένες ταινίες, είτε σαν πρώτος βοηθός σκηνοθέτη είτε σαν διευθυντής παραγωγής ‒ανάλογα με τις ανάγκες της ταινίας‒ και σήμερα πια που η ελληνική τηλεόραση, κυρίως η ιδιωτική, μέσα σ’ αυτό το συνονθύλευμα που προσφέρει ως πρόγραμμα, προβάλλει κι ένα σωρό ελληνικές ταινίες της περιόδου 1950-1990, καλές και κακές, υπό τον παραπλανητικό τίτλο “ο καλός παλιός ελληνικός κινηματογράφος”, συχνά ακούω να μου λένε «είδαμε τ’ όνομά σου στους τίτλους της ταινίας…» κι αναφέρονται πότε στη «Μανταλένα» ή την «Αλίκη στο ναυτικό» και τον «Άνθρωπο του τραίνου», και πότε στο «Στουρνάρα 288», τον «Κύριο Πτέραρχο» ή στο «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο Κοντός».
Η περίοδος του βοηθού σκηνοθέτη τυπικά τελειώνει το 1967 με την ξένη ταινία «Oedipus the King», αλλά στην πραγματικότητα έχει τελειώσει ήδη από το 1965 με την ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η μοίρα ενός αθώου». Από το 1966 και μετά αρχίζει η περίοδος της προσωπικής δημιουργίας.
Πριν κλείσω αυτόν τον πρόλογο, θα ‘θελα ν’ αναφερθώ σε κάποιους από τους ανθρώπους που γνώρισα στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, και που θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έτυχε να τους συναντήσω. Ενδεικτικά αναφέρω τον Orson Welles, την Κατίνα Παξινού, τον ηθοποιό Γιώργο Παππά, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Μάνο Χατζηδάκι, την Ουγγαρέζα σκηνοθέτη Márta Mészáros, τον Αργεντινό σκηνοθέτη Fernando Solanas, την ιστορικό του κινηματογράφου και επικεφαλής της Cinémathèque Française Lotte Eisner, τον Γάλλο σκηνοθέτη Jean-Jacques Annaud, τον κριτικό της “Le Monde” Jean-Claude Buhrer, αλλά και τους Νίκο Τσιφόρο κι Αλέκο Σακελλάριο για το αξεπέραστο χιούμορ τους.
Όμως η γνωριμία που εξελίχθηκε σε φιλία και διατηρήθηκε επί 57 χρόνια μετά τη «Μανταλένα» και μέχρι τον θάνατό του, στις 23 Οκτωβρίου 2017, είναι αυτή με τον Δ/ντή Φωτογραφίας Walter Lassally.
Αθήνα, Νοέμβριος 2017
Γιώργος Σταμπουλόπουλος